ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ


 

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Να τα πούμε;

Τα κάλαντα είναι συνυφασμένα με τις πιο τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Εκτός ότι αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των εορτών των Χριστουγέννων είναι και το έθιμο που αφορά, όσο κανένα άλλο, στα μικρά παιδιά.

Η σύνδεση τους με την ελληνική αρχαιότητα, η απαγόρευση τους κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και η καθιέρωση τους από την εποχή του Όθωνα ως αναπόσπαστο κομμάτι του Δωδεαημέρου, που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, υφαίνεται μέσα από την ιστορική διαδρομή που ακολουθεί.

Τι είναι τα κάλαντα

Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;

Οι λαογράφοι κάνουν λόγο για εθιμικά τραγούδια του λαού που ψάλλονται από μικρά παιδιά και από ενήλικους άνδρες την παραμονή των τριών μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης. Οι καλαντιστές τριγυρνούν είτε μόνοι, είτε κατά ομάδες (φίλων, σχολείων, σωματείων, χορωδιών, ακόμα και ομίλων) και επισκέπτονται σπίτια, καταστήματα, δημόσιους χώρους κλπ με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου μεταλλικού τριγώνου, αλλά και άλλων μουσικών οργάνων.

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που αναμένεται και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστική είναι η καθαρεύουσα γλώσσα στην οποία ψάλλονται, αποδεικνύοντας την άμεση σύνδεσή τους με τους Βυζαντινούς χρόνους και τις Καλένδες του Ιανουαρίου, που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Οι στίχοι των καλάντων εξιστορούν μυθοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα κι αναφέρονται σε μια σειρά από έθιμα και δοξασίες του λαού, όπως π.χ. για τους καλικάντζαρους κα. Οι καλαντιστές εύχονται μ΄ αυτό τον τρόπο υγεία, χαρά, ευτυχία, τύχη, προκοπή και καλή σοδειά όσους επισκέπτονται.

Τα κάλαντα ως έθιμο στην Ελλάδα

Τα κάλαντα είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα, ηπειρωτική και νησιωτική, με αμέτρητες παραλλαγές  (έχουν καταμετρηθεί γύρω στις 30) και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής (εθνικά ή αστικά, τοπικά ή παραδοσιακά). Σήμερα, εκτός από τα πατροπαράδοτα κάλαντα έχουν καθιερωθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται συχνά, επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.

Τα κάλαντα και το «χριστουγεννιάτικο» δένδρο στην …αρχαιότητα και το Βυζάντιο

Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο.

Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα, κατά τη διάρκεια του εθίμου της «Ειρεσιώνης» (από τη λέξη είρος -έριον=μαλλί-), σύμφωνα με το οποίο περιέφεραν ένα κλαδί ελιάς, η αγριελιάς (κότινο) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και κρεμασμένους τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα και δημητριακά, εκτός από μήλα κι αχλάδια), καθώς και φιάλες με λάδι και μέλι, που αποτελούσε μέρος της γνωστής αθηναϊκής γιορτής «Πυανέψια», ή «Πυανόψια», προς τιμήν του Απόλλωνα (με θυσία καρπών και φρούτων για την προστασία της σποράς και της συγκομιδής).

Η «Ειρεσιώνη» περιφερόταν στους δρόμους την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου) από «αμφιθαλή» παιδιά, τα οποία, δηλαδή, κατάγονταν από τους ίδιους γονείς (και δεν ήταν ετεροθαλή) και έψαλλαν στα σπίτια, παίρνοντας φιλοδώρημα από το νοικοκύρη, ενώ στη συνέχεια πήγαιναν στα δικά τους για να την κρεμάσουν πάνω από την εξώπορτα, καίγοντας την παλιά, που παρέμενε επί ένα χρόνο!

Το θεοκρατικό καθεστώς του Βυζαντίου, καταδίκασε το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Ωστόσο, οι Έλληνες που ταξίδευαν πολύ, το μετέδωσαν στους βόρειους λαούς, οι οποίοι λόγω έλλειψης ελαιόδεντρων, στόλιζαν κλαδιά από δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως τα έλατα.

Αιώνες αργότερα, επανεισάχθηκε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στη χώρα μας, ως δικό τους χριστουγεννιάτικο έθιμο! Έτσι λοιπόν, η ελιά της αρχαίας ελληνικής «Ειρεσιώνης» μετατράπηκε στο έλατο της νεότερης εποχής, το οποίο πρωτοστολίστηκε το 1833 στα ανάκτορα του Ναυπλίου, βάζοντας στο περιθώριο το σύμβολο της ναυτικής Ελλάδας, το καραβάκι, που είχε στο μεταξύ επικρατήσει ως έθιμο.

Ας σημειωθεί, πως τα κάλαντα διατηρήθηκαν στο Βυζάντιο και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό ως επίφαση, μεταβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό τους χαρακτήρα. Εκείνο που παρέμεινε, πάντως, αμετάβλητο κατά την διάρκεια των αιώνων, είναι το φιλοδώρημα. Στις μέρες μας αποτελεί, κυρίως, ένα συμβολικό χρηματικό ποσό, για το καλό του χρόνου ή για κάποιο σκοπό, ενώ παλαιότερα προσφέρονταν φαγώσιμα (γλυκά, πίτες, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια), κάτι που συμβαίνει ακόμη στην επαρχία.

Στο παρελθόν, τέλος, όσοι έψελναν τα κάλαντα κρατούσαν κι ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού που συσχετιζόταν με το πλοίο των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας, το οποίο συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου (θεού της βλάστησης, του οίνου, της χαράς και του κεφιού), κάνοντας επίκληση για καρποφορία και καλή σοδειά. .

Τα κάλαντα του Δωδεκαημέρου

Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα αποτελούν μια δοξασία στη θεία γέννηση του Ιησού Χριστού, η οποία εξιστορείται από τους στίχους:

«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας

Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

 

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

 

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων

ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων».

Οι …παράξενοι στίχοι στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σύνδεση με τη γιορτή, μιας και το μόνο στοιχείο είναι ο Άγιος Βασίλης. Σύμφωνα με το θρύλο, που ταξιδεύει πίσω στο Μεσαίωνα, πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, όταν οι άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών τάξεων, δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες, παρά μόνο να τους τραγουδούν κατά την διάρκεια των γιορτών: ένα φτωχό παλληκάρι αποκαλεί μια νέα αριστοκράτισσα ψηλή δενδρολιβανιά, επειδή φορούσε τα ψηλά κωνικά καπέλα της εποχής και την παρομοιάζει με τον θόλο της εκκλησίας. Διερωτάται, γιατί δεν τον καταδέχεται, ενώ την θεωρεί φτιαγμένη από ζάχαρη.

Οι σύγχρονοι στίχοι, ωστόσο, είναι παραλλαγμένοι, με αποτέλεσμα η ιστορία πίσω από το τραγούδι να έχει χαθεί, δίνοντας τη μεγαλύτερη έμφαση στον πρωταγωνιστή …Άγιο Βασίλη, αγνοώντας το νόημα των αυθεντικών, που παρατίθενται μαζί με τους γνώριμους:

«Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά,                                 «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά

ψηλή μου δεντρολιβανιά                                   ψηλή μου δενδρολιβανιά

κι αρχή καλός μας χρόνος                                  κι αρχή καλός μας χρόνος

εκκλησιά με τ' άγιο θόλο.                                   εκκλησιά με τ' άγιο θρόνο.

 

Άγιος Βασίλης έρχεται                                       Αρχή που βγήκε ο Χριστός

και δε μας καταδέχεται                                     Άγιος και πνευματικός,

από την Καισαρεία                                             στη γη να περπατήσει

συ σ΄αρχόντισσα κυρία.                                     και να μας καλοκαρδίσει

 

Βαστάει πένα και χαρτί                                       Άγιος Βασίλης έρχεται

ζαχαροκάντιο ζυμωτή                                          κι όλους μας καταδέχεται,

χαρτί και καλαμάρι                                              από την Καισαρεία,

δες και με, δες και με το παλικάρι»                  συ' σαι αρχόντισσα κυρία.

 

Βαστά εικόνα και χαρτί

ζαχαροκάντιο, ζυμωτή

χαρτί και καλαμάρι

δες και με το παλικάρι»

Τέλος, με τα κάλαντα των Θεοφανίων ολοκληρώνεται η εορταστική περίοδος των δώδεκα ημερών:

«Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός

η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό

κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά,

όργανο βαστάει, κερί κρατεί

και τον Άη Γιάννη παρακαλεί

"Άη Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,

βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί,

Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό

να μαζέψω ρόδα και λίβανο»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις